- μονομάτης
- ο1. μονόφθαλμος, μονόματος, αυτός που έχει εκ φύσεως έναν μόνο οφθαλμό, όπως οι Κύκλωπες2. αυτός που έχασε το ένα μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόμματος — η, ο (ΑΜ μονόμματος, ον) μονόφθαλμος, μονομάτης («τάχα δὲ καὶ τοὺς μονομμάτους Κύκλωπας ἐκ τῆς Σκυθικῆς ἱστορίας μετενήνοχε», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὄμμα, ατος (πρβλ. γλαυκόμμ ατος)] … Dictionary of Greek